- γκρίνιασμα
- το см. γκρίνια
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκρίνιασμα — το η γκρίνια* … Dictionary of Greek
γκρίνιασμα — το η γκρίνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπούνημα — το, ατος 1. το παίξιμο της τσαμπούνας (βλ. λ.). 2. μτφ., κλαψούρισμα, γκρίνιασμα συνεχές: Το τσαμπούνημα του μωρού παιδιού. 3. φλυαρία, μωρολογία, ανοησία: Με κούρασαν τα τσαμπουνήματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)